- καθαρουργικός
- κᾰθᾰρουργ-ικός, ή, όν,A sifted, fine,
γῦρις Gp.20.35
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῦρις Gp.20.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαρουργικός — καθαρουργικός, ή, όν (Μ) [καθαρουργία] κατεργασμένος με τέλειο, καθαρό, καλλιτεχνικό τρόπο, φίνος … Dictionary of Greek
καθαρουργικῆς — καθαρουργικός sifted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)